Σελίδες

Πέμπτη 21 Απριλίου 2016

Η πολιτική απάθεια ως σύμπτωμα


http://eagainst.com
Η πολιτική απάθεια είναι ένα φαινόμενο που απασχόλησε και απασχολεί πολλούς διανοούμενους και κοινωνικούς επιστήμονες. Αποτελεί παθολογικό σύμπτωμα μιας κοινωνίας που χάνει την δημιουργικότητα της και σκάβει βαθειά τα θεμέλια του μαρασμού της. Αν προσπαθούσαμε να δώσουμε ένα ορισμό της πολιτική απάθειας, θα λέγαμε ότι είναι η κατάσταση εκείνη κατά την οποία οι άνθρωποι ως σύνολο παύουν να λειτουργούν ως ενεργά πολιτικά υποκείμενα, παύουν να θεωρούν εαυτούς ικανούς να αναλάβουν την ευθύνη της λήψης αποφάσεων που καθορίζουν την ζωή τους, τέλος, παύουν να γίνονται δημιουργοί νέων αξιών, εκφραστές μιας διαφορετικής κοινωνικής θέσμισης ή οραματιστές μιας ουτοπίας του «μη-είναι-ακόμη», αγνοώντας κάθε έννοια αυτονομίας. Αντίθετα ακολουθούν μια στάση η οποία είναι παθητική, εσωστρεφής, ατομικιστική ή όπως λέει και ο Κ. Καστοριάδης προτιμούν την «ησυχία από την ελευθερία».
Το φαινόμενο της πολιτικής απάθειας δεν εξηγείται μόνο με οικονομικούς και πολιτικούς όρους, αλλά έχει κυρίως ψυχολογική βάση . Όπως φαίνεται και από την ίδια την ρίζα της λέξης, η «απάθεια» προέρχεται από το στερητικό α και το ουσιαστικό Πάθος. Η λέξη Πάθος, από το ρήμα πάσχω, στη φιλοσοφία έχει νόημα αρνητικό, δηλώνει την συναισθηματική προσκόλληση σε ένα αντικείμενο σε τόσο μεγάλο βαθμό ώστε να χάνεται η κυριαρχία την λογικής σκέψης, κάτι που φυσικά οδηγεί στην ψυχική αδυναμία και στην εξάρτηση. Ειδικά οι θετικιστικές φιλοσοφίες και η θρησκευτική μεταφυσική θεωρούν τα πάθη ως ελαττώματα που πρέπει εξαλειφθούν προκειμένου να κυριαρχήσουμε στον εαυτό μας. Αντίθετα στην ποίηση, στην λογοτεχνία, στην τέχνη, το πάθος έχει συνδεθεί με τον άκρατο ενθουσιασμό, την επιμονή στην επίτευξη ενός υψηλού στόχου, την ψυχική εκείνη διάθεση που οδηγεί στην υπέρβαση του εαυτού. Το πάσχειν έχει τραγική υπόσταση και προκαλεί στο κοινό δέος και σεβασμό για τον ήρωα που θυσιάζει και θυσιάζεται προκειμένου να πετύχει το στόχο του, ο οποίος δεν είναι στόχος εγωιστικός αλλά έχει μια κοινωνική και κοσμική διάσταση. Επομένως, η διαλεκτική του πάθους αναδύει νέες μορφές• ενώ καταστρέφει το παλιό, δημιουργεί καινούργιες αξίες και νοηματοδοτεί εξ’ αρχής τον κόσμο. Το πεδίο όμως όπου το πάθος αναδεικνύει θετικά την δημιουργικότητα του είναι η Πολιτική. Η πολιτική ως η δημιουργία νέων θεσμών και όχι ως μικροκομματικό συμφέρον. Το πάθος στην πολιτική λοιπόν όταν εκφράζει καταστροφικότητα συνδέεται με την ανατροπή μιας κατεστημένης συνθήκης. Ακυρώνει την υπάρχουσα δομή μιας κοινωνίας και αμφισβητεί την κυρίαρχη εξουσία, συνάδει με το πρόταγμα της ελευθερίας και θέτει τα θεμέλια της επαναστατικής συνείδησης. Όταν οι αρχαίοι Αθηναίοι ανέφεραν το «Αστυνόμους Οργάς» (το αστυνόμους εδώ δεν έχει καμία σχέση με τα γουρούνια, αλλά με τους νόμους του Άστεως και το Οργάς σημαίνει το πάθος, την έντονη θέληση για κάτι) εννοούσαν ακριβώς αυτό: την ενθουσιώδη ορμή για την θέσμιση των νόμων της πόλεως, ή πιο απλά την παθιασμένη συμμετοχή των πολιτών στα κοινά. Δυστυχώς το συλλογικό «πολιτικό πάθος» δεν εκφράστηκε παρά σε ελάχιστες στιγμές της ιστορίας. Το βλέπουμε να κυριαρχεί στην δημοκρατική Αθήνα του 5ου αιώνος, στις απαρχές της Γαλλικής επανάστασης, στις εργατικές εξεγέρσεις του 1848, στην Παρισινή κομμούνα του 1871, στη μεγάλη απεργία του 1905 στην Πετρούπολη της Ρωσίας, στα σοβιέτ του 1917 της επίσης αντιτσαρικής Ρωσίας, στην Ισπανικό εμφύλιο του 1936, το Μάη του 1968 και φυσικά σπέρματα του υπάρχουν σε πολλά αυτόνομα και αντι-εξουσιαστικά κινήματα της σημερινής εποχής.
Το ερώτημα όμως που αναδύεται είναι, γιατί το πάθος για το πολιτικό-κοινωνικό γίγνεσθαι να αποτελεί την εξαίρεση και όχι τον κανόνα; Γιατί οι άνθρωποι αποτραβιούνται στην ιδιωτική τους ζωή και αφήνουν το κάθε τυχάρπαστο/ους να κατευθύνει/ουν τη μοίρα του; Τι είναι αυτό που κάνει τους ανθρώπους να μην αγωνίζονται για την χειραφέτηση τους, όταν απειλούνται τα πιο απλά, αλλά ζωτικά, συμφέροντα τους και το χειρότερο να επιδοκιμάζουν και να συναινούν στους αυταρχικούς κανόνες που τους επιβάλλονται; Τι οδηγεί τον Βίλχελμ Ράϊχ να γράφει ..«ότι εκείνο που πρέπει να εξηγηθεί δεν είναι γιατί κλέβει ο πεινασμένος ή γιατί απεργεί το θύμα της εκμετάλλευσης, ο εργάτης, αλλά γιατί δεν κλέβει και δεν απεργεί;» που φυσικά παραπέμπει στο συμπέρασμα: «Το κύριο ζήτημα δεν είναι να αποκτήσει ο πολίτης συνείδηση της κοινωνικής του ευθύνης – αυτό εξυπακούεται. Το ζήτημα είναι τι αναστέλλει, τι αναχαιτίζει τη συνειδητοποίηση της κοινωνικής του ευθύνης». Και για να μιλήσουμε για το σήμερα, τι είναι αυτό που οδηγεί εκατομμύρια ανθρώπους να θεωρούν παράφρονες και κομπλεξικούς αρχηγίσκους σαν τους μόνους ικανούς για την λύση των προβλημάτων τους και το ξεπέρασμα της κοινωνικο-οικονομικής κρίσης;
Παραφράζοντας τον Νίτσε που λέει ότι πρέπει να γραφτεί μια ιστορία της «Φυσιολογίας της ηθικής», έτσι και εμείς σήμερα πρέπει να γράψουμε μια Φυσιολογία της Απάθειας. Ο Γάλλος Εtienne de la Βoetie (1530-1563), από τους πρώτους που ασχολήθηκαν με το θέμα αυτό στο έργο του «Πραγματεία περί εθελοδουλείας» (εκδ. Πανοπτικόν – 2002), αδυνατεί να κατανοήσει αυτό το φαινόμενο. Περιγράφει με γλαφυρό και κοροϊδευτικό τρόπο το πώς οι λαοί επιτρέπουν στον εαυτό τους να κυβερνώνται από ένα βασιλιά, ενώ θα μπορούσαν έτσι απλά, με το να μην θέλουν, να ανατρέψουν αυτή την κατάσταση, χωρίς καν να χυθεί μια σταγόνα αίματος. Αναφέρει επίσης ότι οι άνθρωποι επιλέγοντας να ζουν σε αυταρχικές δομές δεν είναι ούτε άνθρωποι – καθώς η ελευθερία αποτελεί φυσική κατάσταση του είδους – αλλά ούτε και ζώα, γιατί ακόμα και τα ζώα όταν περιοριστεί η ελευθερία τους ή όταν βρίσκονται σε συνθήκες αιχμαλωσίας αντιστέκονται τόσο έντονα που φτάνουν στο σημείο να αυτοτραυματίζονται.
Επομένως η απουσία πάθους για τη πολιτική ή αλλιώς, η διαστροφή του πάθους, με την αρνητική του σημασία, ως αδυναμία ελέγχου του εαυτού μας αλλά και ως ασυνείδητη επιθυμία που πάση θυσία πρέπει να ικανοποιηθεί, βασιλεύει στις εξουσιαστικές με καπιταλιστικό προσανατολισμό κοινωνίες. Στρέφεται σε υποκατάστατα και τρέφεται από αυτά, η δε δυναμική του είναι τέτοια που εύκολα αποκτά δομικά κοινωνικά χαρακτηριστικά, όπως για παράδειγμα ο υπερβολικός καταναλωτισμός, η θρησκεία (ειδικά εδώ διαπιστώνουμε ένα παράλογο πάθος πολύ έντονο και διαδεδομένο που ξεπερνάει κάθε φαντασία), η προσήλωση στα κόμματα, το lifestyle και ο εμπορικός αθλητισμός (ποδόσφαιρο κλπ.). Δεν θα ήταν παράλογο αν λέγαμε ότι ολόκληρη η οικονομία και η θέσμιση της βασίζεται σε αυτού του είδους τα αρνητικά πάθη. Το σύνολο της παραγωγικής διαδικασίας με όλες τις αλλοτριωτικές της συνέπειες αναλίσκεται ακριβώς πάνω στην παράλογη ικανοποίηση των παραπάνω ψευδο-αναγκών. Φαίνεται ότι το πάθος του οικονομισμού σκοτώνει το πάθος για ελευθερία. Δεν είναι δύσκολο επομένως να καταλάβουμε ότι αυτά τα πάθη καλλιεργούνται από την ίδια την κοινωνία που αναπόφευκτα δημιουργούν και τις αντίστοιχες δομές, την ιεραρχία, τις σχέσεις ανταγωνισμού και εξουσίας, για χάρη των οποίων οι άνθρωποι αναγκάζονται να θυσιάσουν κάθε έννοια πολιτικής χειραφέτησης και προτάγματος της αυτονομίας. Την ίδια στιγμή, η κυρίαρχη εξουσία εκμεταλλευόμενη αυτή τη κατάσταση καλλιεργεί μέσα από την εκπαίδευση, την οικογένεια, τη θρησκεία και τα ΜΜΕ τα ατομικά υπερ-εγώ, τις ασυνείδητες δηλαδή παραστάσεις που έχουν υφή καταναγκασμού και που ταυτίζονται με τα παραπάνω πρότυπα ώστε να τα αναπαράγουν.
Οι Μαρξιστές δεν έδωσαν ποτέ σημασία στη κοινωνιολογία της απάθειας. Δεν αναγνώρισαν ποτέ αυτό το φαινόμενο, αν και υπήρχαν οι προϋποθέσεις για να διαπιστώσουν ότι η απάθεια ως ένα βαθμό απορρέει από την αλλοτρίωση που γεννούν οι παραγωγικές σχέσεις. Μάλλον οι μαρξιστές ενδιαφέρθηκαν περισσότερο για την κυριαρχία της πρωτοπορίας του κόμματος παρά για το πώς σκέφτονταν και αισθάνονταν οι μάζες ώστε να οδηγηθούν γρηγορότερα στην επανάσταση. Θεώρησαν την επανάσταση ως μια κοινωνική πρακτική που θα την έφερνε το πλήρωμα του χρόνου με γραμμικό και αιτιοκρατικό τρόπο.
Από την άλλη ο Κορνήλιος Καστοριάδης, αν και γενικά θεωρεί ότι δεν υπάρχει μια συγκεκριμένη φύση στο άνθρωπο, με την έννοια της αναλλοίωτης ουσίας, στα ώριμα έργα του πιστεύει ότι ο άνθρωπος είναι κατά βάση οκνηρός, ότι από τη φύση του ρέπει σε συμπεριφορές που τον καθιστούν παθητικό και αδιάφορο. Προφανώς ο μεγάλος διανοητής της αυτονομίας κουράστηκε να αντικρίζει τους ανθρώπους να προτιμούν τις τηλεοπτικές σαπουνόπερες και τα φανταχτερά αμάξια από τον αγώνα για την ελευθερία, που θα τους εξασφάλιζε όχι καλύτερα μεροκάματα και καλύτερες συνθήκες εργασίας, αλλά την ίδια τη συμμετοχή τους στην διαμόρφωση των θεσμών, κάτι που αυτή τη στιγμή που μιλάμε γίνεται από μια ομάδα αμόρφωτων, κερδοσκόπων και πολιτικά ανίκανων εξουσιαστών. Κατέληξε δε σε αυτό το συμπέρασμα ύστερα από δεκαετίες αγώνων σε όλα τα επίπεδα.
Το ερώτημα λοιπόν της πολιτικής απάθειας παραμένει ανοικτό και θα πρέπει να απασχολήσει όλους όσους θέλουν να ασχοληθούν σοβαρά με το ζήτημα της κοινωνικής χειραφέτησης. Οφείλουμε να δούμε την κοινωνική επανάσταση όχι σαν μια αναλαμπή της ιστορίας που πραγματοποιείται σε τακτά χρονικά διαστήματα, αλλά ως διαδικασία θεσμική, ως πραγματικότητα της καθημερινής ζωής που συντελείται με αστείρευτη ενέργεια, δημιουργικότητα, φαντασία και φυσικά πάθος για ζωή και ελευθερία.

Πέμπτη 7 Απριλίου 2016

ΟΙ ΛΕΥΚΕΣ, Ο ΛΟΡΚΑ ΚΙ Ο ΕΛΥΤΗΣ

ΟΙ ΛΕΥΚΕΣ, Ο ΛΟΡΚΑ ΚΙ Ο ΕΛΥΤΗΣ

ΟΙ ΛΕΥΚΕΣ, Ο ΛΟΡΚΑ ΚΙ Ο ΕΛΥΤΗΣ

ΟΙ ΛΕΥΚΕΣ, Ο ΛΟΡΚΑ ΚΙ Ο ΕΛΥΤΗΣ

ΜΑΚΡΗ ΔΩΡΑ





Παρουσίαση

...Κι ήρθε η μέρα, που τα μάγια έπρεπε να λυθούν, αφού η κόρη έκλεινε πια τα δεκαοχτώ. Έπρεπε να βγει από το δώμα, να περπατήσει μαζί με τους άλλους ανθρώπους. Γεμάτη σοφία από την πολύχρονη μελέτη, θαρρούσε, πως όλο τον κόσμο γνώριζε. Η πόρτα άνοιξε και θέλησε να ορμήσει έξω, χαρούμενη. Σκέφτηκε, ότι είχε μελετήσει τους ανθρώπους από χιλιάδες περπατησιές. Είχε όμως ξεχάσει. Τη δική της.
Κι εκεί απόμεινε μετέωρο το γυμνό πέλμα της, μα ύστερα, αργά-αργά, άρχισε να κατεβαίνει στη γη. Κι ήταν σαν να ταράχτηκε συθέμελα το κορμί της στην πρώτη επαφή με το φρέσκο χώμα. Κάθε κύτταρο της καμάρας της γεύτηκε τη γη για πρώτη φορά. Ανιχνευτικά με φόβο στην αρχή κι ύστερα με βιασύνη. Και μια χαρά ανείπωτη. Για την πρώτη της φορά.
Οι Μοίρες παρατηρούσαν σκεφτικές. Ήταν η ώρα τους να φύγουν. Κι εκεί άφησαν ένα τελευταίο χαμόγελο.
«Τώρα είσαι έτοιμη» της είπαν, «για τη ζωή».
- Να περπατάς γερά, φώναξε η πρώτη.
- Να περπατάς, χωρίς φόβο, έκανε η δεύτερη,
- Να περπατάς, πάντα ως το τέλος, ευχήθηκε η τρίτη. Και χάθηκαν στο δάσος. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

Περιεχόμενα

Πρόλογος
Α' ΜΕΡΟΣ Παραμυθίες
1. Το Παραμύθι κι οι περπατησιές
2. Οι άνθρωποι ξωκλήσια
3. Ευγνωμοσύνη
4. Θάλασσα, πικροθάλασσα
5. Πνιξ'το στο καζάνι!
6. Τωρινή, παντοτινή αγαπημένη
7. Το όνειρο
8. Κληρονομιά
9. Ένας λύκος
10. Το διάσελο
11. Τα παρατημένα
12. Τα παιδιά μου
13. Το κρεβάτι
14. Τα παπούτσια
15. Οι κλωστές του αργαλειού
16. Το δέντρο της ζωής
17. Επισκέπτες
18. Χρονικό μιας κηδείας
19. Το σημάδι
20. Το θαύμα
21. Τέλειος κόσμος
22. Η ρόκα της ζωής
23. Η ντιζέζα
24. Ο παππούς και οι ληστές
25. Ο χαρατσής και το τατουάζ
26. Οι Πόντιοι, ο κεμεντζές τους κι εμείς οι άλλοι
27. Το χαμόγελο μιας απόψυξης
28. Το μαράζι
29. Τα μάγια
30. Το μαχαίρι
31. Το χαστούκι της πολιτικής
32. Νοσταλγία
33. Η λογική και η καρ(υ)διά
34. Το καλό και το Κακό
35. Ελενίτσα και Ελένη
36. Ο ιππότης
37. Ο Τάφος του Βουτηχτή
38. Οι λεύκες, ο Λόρκα κι ο Ελύτης
39. Παλλίρροια
40. Τα θρησκευτικά
Β' ΜΕΡΟΣ Τα χαρμόλυπα
41. Το σεξ
42. Τα τσιτάτα
43. Μαύρα γυαλιά
44. Κλιμακτήριος
45. Η απιστία
46. Τα γενέθλια της Μάνας
47. Τα φινετσάτα κορίτσια
48. Ο μανάβης
49. Αλμοδοβαρίτιδα
50. Χριστουγεννιάτικο σούσι
51. Η μητρότητα
52. Εφηβεία
53. Το δικό μου Ισλάμ
54. Χωρίον Λιβαδερόν
55. Η πράσινη
56. Ο Αριστοτέλης της Κόρντοβας
57. Ο δημοσιογράφος
58. Η ζαρτιέρα
59. Το κεχρί
60. Φροϊλάιν Λόιμπεργκ
61. Ανθρωποπαγίδες
62. Τραχανάς
63. Μπαμπάδες θυγατέρων
64. Οχάιο-Μαδρίτη
65. Πρόταση γάμου
66. Άντρας
67. Μια μέρα
Λεπτομέρειες
ISBN139789605790516
ΕκδότηςΤΑΞΙΔΕΥΤΗΣ
Χρονολογία ΈκδοσηςΜάρτιος 2016
Αριθμός σελίδων312
Διαστάσεις21x14

Κυριακή 3 Απριλίου 2016

Πειράματα Παβλώφ και κοινωνικός έλεγχος




Σε πολλές περιπτώσεις και στιγμές της καθημερινότητάς μας, διαπιστώνουμε ότι οι αντιδράσεις των ανθρώπων ποικίλλουν και πολλές φορές διαφοροποιούνται σημαντικά. Είναι δεδομένο, ότι η κάθε εξουσία επιδιώκει την ομοιογένεια και ομοιομορφία της ανθρώπινης συμπεριφοράς με βάση τα δικά της «πιστεύω» και ιδανικά. Οι τρόποι επίτευξης αυτών των στόχων ποικίλλουν και είναι βέβαιο ότι στην σύγχρονη εποχή έχουν πολλαπλασιαστεί οι μέθοδοι χειραγώγησης και μάθησης. Έτσι στους κλασσικούς θεσμούς της εκπαίδευσης, της οικογένειας, του στρατού, της θρησκείας κ.ά. προστέθηκαν ή ενισχύθηκαν άλλες συνήθειες που «θεσμίζουν» συμπεριφορές, όπως το internet με τις overdose πληροφορίες/ειδήσεις, το facebook με την νέα διάσταση στην έννοια και αντίληψη της φιλίας και φυσικά της τηλεόρασης. Για να πραγματοποιηθεί, όμως, η χειραγώγηση απαραίτητη είναι η διαδικασία της μάθησης. Και η οποία έχει ταυτιστεί μαζί με την έννοια της μόρφωσης ως θετικό παράγωγο της ανθρώπινης εξέλιξης, κάτι που όμως δεν βλέπουμε να συμβαίνει καθολικά και την οποία διαχωρίζουμε από την έννοια της καλλιέργειας. Για κάποιους η μάθηση είναι ένα άθροισμα γνώσεων, οι οποίες είναι αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης ερεθίσματος – αντίδρασης, ενώ για κάποιους άλλους η μάθηση είναι μια διαδικασία ανάπτυξης νέων διαισθήσεων και ικανοτήτων, οι οποίες επέρχονται από την αναδιαμόρφωση μιας προηγούμενης κατάστασης.
Σίγουρα ο άνθρωπος μέσω της εμπειρίας και της πράξης απέκτησε με επίκτητο τρόπο την γνώση εκείνη που είναι κάθε φορά απαραίτητη για την βέλτιστη και ασφαλή εξέλιξη του. Η συγκεκριμένη διαδικασία μάθησης δεν φιλτράρεται μέσα από μηχανισμούς και ιεραρχικές δομές και γι’ αυτό και αποτελεί ουσιαστική και εποικοδομητική καλλιέργεια της σκέψης. Εάν ίσχυε ότι «ένας μορφωμένος λαός εύκολα οδηγείται, αλλά δύσκολα παρασύρεται, εύκολα κυβερνάται, αλλά δύσκολα σκλαβώνεται», τότε ο ελλαδικός χώρος που παρουσιάζει υψηλό ποσοστό μορφωτικού επιπέδου τριτοβάθμιας εκπαίδευσης δεν θα καταδυναστεύονταν από ντόπιους και μη εξουσιαστές. Ενώ και οι φυλακές θα ήταν άδειες εάν πιστέψουμε τη ρήση του Κοσμά του Αιτωλού («όπου ανοίγει ένα σχολείο, κλείνει μια φυλακή»…).
Εάν προσέξουμε, επίσης, τις κοινωνικές επαναστάσεις που έγιναν μετά το 19ο αι. στην Ευρώπη, θα διαπιστώσουμε ότι στο σύνολο τους έλαβαν χώρο σε περιοχές με μέτρια ή χαμηλά ποσοστά εκπαίδευσης (π.χ. αγροτικές ή ημιαγροτικές περιοχές), με εξαίρεση την εξέγερση του Μάη του ’68, ο οποίος όμως και αυτός ένα μήνα μετά την εξέγερση… ψήφισε Ντε Γκώλ για την αποκατάσταση της δημοκρατίας. Μήπως, λοιπόν, ο «δια βίου» εκπαιδευμένος/καταρτισμένος άνθρωπος, μέσα από την πολυετή κρατική εκπαιδευτική διαδικασία, απελαύνει σταδιακά αφανώς και αθόρυβα εκείνα τα εγγενή χαρακτηριστικά που θα του επιτρέψουν να απελευθερωθεί; Μήπως επιδιώκεται, ώστε οι μαθητές που ολο-ημερεύουν στα σχολεία ή οι φοιτητές μακράς διάρκειας με master/ph.d/post doc., να μην αποτελούν απλώς τους εν δυνάμει τεχνοκράτες του συστήματος αλλά τους απενεργοποιημένους και ουσιαστικά απασφαλισμένους διατηρητές του; Οι οποίοι μπορεί, στη πλειοψηφία τους, να εναντιώνονται, να διαδηλώνουν, να παροτρύνουν και εν τέλει να χειροκροτούν το σπάσιμο των τραπεζών, για παράδειγμα, αλλά να μην διαθέτουν τον «αυθορμητισμό» της ενεργητικής δράσης;
Έχουν περάσει παραπάνω από εκατό χρόνια από τότε που ο φυσιολόγος Ιβάν Παβλώφ εφάρμοσε ένα πείραμα με σκύλους για να παρατηρήσει τη διαδικασία της μάθησης μέσω των εξαρτημένων ανακλαστικών. Το πείραμα είχε σχεδιαστεί ως εξής: Τόσο κατά την εμφάνιση όσο και κατά τη λήψη του φαγητού από τον σκύλο ακουγόταν ο κτύπος από ένα καμπανάκι. Αυτό επαναλήφθηκε για αρκετές ημέρες. Ύστερα ακούστηκε το καμπανάκι, αλλά χωρίς να παρουσιαστεί η τροφή. Τότε παρατηρήθηκε η έκκριση σάλιου από το σκύλο παρ’ όλο που δεν βλέπει και δε γεύεται καμιά τροφή. Όλες τις προηγούμενες ημέρες ο σκύλος είχε συνδυάσει τον ήχο της καμπάνας με την εμφάνιση και τη λήψη της τροφής. Το ίδιο, λοιπόν, περιμένει και τώρα. Ο οργανισμός του λοιπόν προετοιμάζεται κατάλληλα. Ο εγκέφαλος του, θεωρώντας ότι το γενικό πλαίσιο αναφοράς είναι και αυτή τη φορά το ίδιο, στέλνει μήνυμα στο σώμα του να προετοιμασθεί για τη λήψη της τροφής. Αρχίζει, λοιπόν, να έχει έκκριση σάλιου χωρίς όμως αυτή τη φορά να υπάρχει τροφή. Το συγκεκριμένο πείραμα ο Pavlov το εφάρμοσε σε διάφορα είδη σκύλων καθώς και σε άλλα ζώα όπως γάτες, ποντίκια, χιμπαντζήδες κ.ά. θεμελιώνοντας τη θεωρία του για τα εξαρτημένα ανακλαστικά. Αλλά αυτά τα δεδομένα δεν ορίζονται μόνο σε μη ανθρώπινα όντα, αφού ο John Watson εφάρμοσε τη θεωρία του Pavlov σε ένα νήπιο, τον μικρό Albert, προκαλώντας του εξαρτημένες αντιδράσεις σε πολλά αντικείμενα. Με τον ίδιο τρόπο, λοιπόν θα αντιδρούσε και ένα παιδί, όταν μαζί με το κουδούνισμα δεν εμφανιζόταν το κουτάλι με το φαγητό.
Σύμφωνα με τον μπιχεβιορισμό (συμπεριφορισμό), εκφραστές του οποίου είναι οι Pavlov, Watson κ.ά. δεν έχουν σημασία οι εσωτερικές διεργασίες που λαμβάνουν χώρα κατά τη διάρκεια της μάθησης, αλλά οι αλλαγές που συμβαίνουν στην εμφανή συμπεριφορά του υποκειμένου, στο τί, δηλαδή, μπορεί να κάνει ο μαθητευόμενος ως αποτέλεσμα της κατάλληλης οργάνωσης του περιβάλλοντος της μάθησης. Και το περιβάλλον της μάθησης την σημερινή εποχή είναι πολυδιάστατο και πολυμορφικό με τις νέες τεχνολογίες και την τηλεόραση να ορίζουν και να ελέγχουν την κατάσταση, χειραγωγώντας και κατασκευάζοντας συνειδήσεις. Σύμφωνα με τους μπιχεβιοριστές «ένας ζωντανός οργανισμός, αλληλεπιδρά με το περιβάλλον του μέσω των λεγόμενων ανακλαστικών. Τα ανακλαστικά είναι ένα φαινόμενο του νευρικού συστήματος. Ένα ανακλαστικό βασικά συνδέει ένα ερέθισμα που προέρχεται από το περιβάλλον με την αντίδραση του οργανισμού».
Ο Παβλώφ χώρισε τα ανακλαστικά σε δυο μεγάλες κατηγόριες: «τα σταθερά -ανεξάρτητα, απόλυτα ή κληρονομικά- που υπάρχουν εκ γενετής και είναι έμφυτα στους διαφόρους οργανισμούς και τα εξαρτημένα ανακλαστικά που είναι επίκτητα». Για παράδειγμα, σταθερό ανακλαστικό είναι η αναπνοή ως μια μόνιμη και αυτόματη αντίδραση του οργανισμού στο περιβάλλον, το οποίο δεν μεταβάλλεται.
Αντίθετα, τα εξαρτημένα ανακλαστικά εξαρτώνται από εξωτερικές μεταβλητές του περιβάλλοντος και συνεπώς μεταβάλλονται. Έτσι, στις διαφημίσεις πολλές φορές εμφανίζονται αυτά τα σχήματα όπως για παράδειγμα όταν ένα προϊόν (π.χ. μπύρα) συσχετίζεται με ένα άλλο θελκτικό αντικείμενο. Δημιουργείται τότε το εξαρτημένο ανακλαστικό ότι για να αποκτήσω/απολαύσω το χ αντικείμενο πρέπει να αγοράσω τη μπύρα. Ο συνειρμός που επιτυγχάνεται είναι υποσυνείδητος και συνεπώς πολύ ισχυρός.
Από την άλλη ο Skinner, αν και είναι από τους αντιπροσωπευτικότερους εκπροσώπους του συμπεριφορισμού, υποστηρίζει σε αντίθεση με τον Pavlov, ότι η συμπεριφορά δεν πρέπει να αποδίδεται σε κάποιο ανεξάρτητο ερέθισμα, αλλά να θεωρείται ως αποτέλεσμα εσωτερικών επενεργειών του οργανισμού. Βασικός άξονας των απόψεων του Skinner είναι η θέση ότι αν ορισμένη αντίδραση ακολουθείται από κάποιο σχετικό ερέθισμα, η πιθανότητα να επαναληφθεί σε ανάλογες περιπτώσεις η ίδια συμπεριφορά αυξάνεται. Αν, αντίθετα, μια ορισμένη συμπεριφορά δεν συνοδεύεται από κάποια ενίσχυση, παύει σιγά-σιγά να εκδηλώνεται, γίνεται, δηλαδή, «απόσβεση» της.
Ας δούμε, όμως, και μερικές ακόμη παραμέτρους του πειράματος του Pavlov: Αν συνεχίσουμε να προκαλούμε εξαρτημένα ανακλαστικά για μεγάλο διάστημα χωρίς, όμως, να εμφανίζουμε το κρέας τότε ο σκύλος παύει να αντιδρά στο άκουσμα του κουδουνιού (καμία κίνηση, ούτε έκκριση σάλιου). Αν, όμως, επιδιώκεται ο συνειρμός, τότε πρέπει ανά τακτά χρονικά διαστήματα να εμφανίζεται και το κρέας. Σε αντίθετη περίπτωση ο σκύλος εισέρχεται σε μια «υπνωτική κατάσταση» και δεν αντιδρά ακόμη και όταν υπάρξει καμπανάκι και κρέας. Αδιαφορεί πλήρως γιατί έχει εξαντληθεί να περιμένει τόσο καιρό. Βρίσκεται σε μια κατάσταση πλήρους απάθειας και αποχαύνωσης.
Συνοψίζουμε, λοιπόν: «υπνωτική κατάσταση», απάθεια, αποχαύνωση. Καταστάσεις που συνυπάρχουν γύρω μας με την υπάρχουσα «κρίση», τα χαράτσια και την αφαίμαξη μεγάλων κομματιών του πληθυσμού στον ελλαδικό χώρο. Και για να είμαστε ακριβείς και συγκεκριμένοι: και πολυπληθείς συγκεντρώσεις και πορείες έχουν γίνει και θα γίνουν, και ευρύτερες συγκρούσεις πραγματοποιούνται, και απαξίωση κομμάτων και διαχειριστικών θεσμών καταγράφεται και πολλά άλλα που δεν συνάδουν με απάθεια ή αποχαύνωση. Όμως, λαμβάνοντας υπόψη τα ποσοτικά μεγέθη, παρ’ ότι όλος ο κόσμος όλη τη μέρα μιλάει για τη «κρίση» και σιχτιρίζει κόμματα και εξουσία, στο δρόμο αποτυπώνεται ένα μέρος αυτής της ζώσας κατάστασης. Όχι ότι ο κόσμος είναι λίγος, το αντίθετο, για παράδειγμα, περιείχε και κόσμο και διάθεση με επιμονή και στόχευση, όμως για πόσο καιρό αναλώθηκε σημαντικό κομμάτι καταπιεσμένων με τους «αγανακτισμένους» και τη μη βία και την ειρηνικότητα; Παρασυρόμενο από τη ρητορική της μη βίαιης στάσης σε μια χρονική περίοδο ιστορικά πολυσήμαντη για την εξουσία, ώσπου να αντιληφθεί και το ίδιο τη βία της αστυνομίας άμεσα και σε πολλές περιπτώσεις «κατακέφαλα». Αυτή ουσιαστικά η «χειραγώγηση» πρόσφερε στους κρατικούς διαχειριστές χρόνο και στον κόσμο εξάντληση από την προσμονή (όπως ο σκύλος στο πείραμα) και τελικά για ένα μέρος του κόσμου απογοήτευση και παραίτηση. Εάν παλαιότερα η απάθεια και η αποχαύνωση μετατρέπονταν σε κατανάλωση, σήμερα η οικονομική στενότητα και ανασφάλεια δεν επιτρέπει αυτή τη «διέξοδο» αλλά μπορεί να κατευθύνει αντιδράσεις και συμπεριφορές με βάση τις κυρίαρχες επιταγές. Έτσι ερχόμαστε συχνά-πυκνά αντιμέτωποι με μια νέα φοβία την «δραχμοφοβία», η οποία εντείνει τα συμπτώματα της, πριν από κάθε ψήφιση μνημονίου ή μεσοπρόθεσμου, με αρχιτρομοκράτες το MEGA και το ΣΚΑΙ. Κατασκευάζοντας μια «πραγματικότητα» εφιαλτικού σεναρίου, σφυροκοπούν τον τηλεθεατή/ακροατή/αναγνώστη, ο οποίος με τη σειρά του αισθάνεται αρκετά ανασφαλής.
Η ανασφάλεια ως συναίσθημα ή κατάσταση δημιουργείται από το κράτος (επιβολή φόρων, χαράτσια κλπ) όχι μόνο σε επίπεδο οικονομικό αλλά και κοινωνικό μέσω της εγκληματικότητας και παραβατικότητας. Είναι μια θεσμική επιλογή γιατί γνωρίζει ότι ο φόβος ως συνέχεια της ανασφάλειας καθηλώνει συμπεριφορές. Να τονίσουμε εδώ ότι ο άνθρωπος ως ένα κοινωνικό ον επιζητά και επιδιώκει να δημιουργεί ασφαλείς συνθήκες διαβίωσης. Είτε ζει στο δάσος και απειλείται από άλλα ζώα είτε ζει στις πόλεις. Η συσπείρωση ανθρώπων και η δημιουργία κοινοτήτων εξυπηρέτησε εκτός των άλλων σκοπών και σε αυτή τη λειτουργική ανάγκη. Η ασφάλεια συνίσταται στην αρμονική συνύπαρξη και στη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής. Ασφαλώς, σε μια εξουσιαζομένη κοινωνία, η έννοια της ασφάλειας παίρνει κυρίως τη μορφή της διαφύλαξης της δημόσιας τάξης. Σε αυτή την περίπτωση, όπου η ασφάλεια συσχετίζεται με την τάξη, η εξουσία υιοθετεί κατασταλτικά μέτρα και πάντα –άμεσα ή έμμεσα– κατασκευάζει σενάρια απειλής, τρομοκρατώντας τους πολίτες γεννώντας αισθήματα καχυποψίας και φόβου τουλάχιστον. Έτσι, ακόμη και σε περιοχές που δεν υφίσταται καμία αντικειμενική συνθήκη γενικευμένης ανασφάλειας, απέναντι στην εγκληματικότητα για παράδειγμα, ο πολίτης-θεατής προσομοιώνεται με τον κάτοικο του κέντρου της Αθήνας που βιώνει μια διαφορετική από αυτόν κατάσταση μέσω της τηλεόρασης και πολλών sites/blogs. Δημιουργείται στο κοινό η πεποίθηση, ότι ο «εχθρός» είναι πανταχού παρών και για το λόγο αυτό ο καθένας αποτελεί πηγή διακινδύνευσης και χαρακτηρίζεται ως εν δυνάμει ύποπτος. Αυτό επιτρέπει και διευκολύνει τη διεύρυνση του πεδίου άσκησης του κοινωνικού ελέγχου στο όνομα της ευταξίας.
[Παρένθεση: το σύνθημα «όποιος θέλει ασφάλεια να γίνει ασφαλίτης» δηλώνει αυτή την πραγματικότητα της ανάπτυξης ενός ευρύτερου σχεδιασμού αλλά και «απαίτησης» για εκτεταμένο κοινωνικό έλεγχο. Όμως, δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε το γεγονός, ότι η αίσθηση ασφάλειας είναι απαραίτητο χαρακτηριστικό για την ανθρώπινη εξέλιξη, τόσο σε φυσικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο. Εννοείται φυσικά ότι αυτό δεν επιτυγχάνεται διαμέσου ή με την παρουσία θεσμών και κράτους. Ωστόσο, η διαρκής και πολλές φορές άνιση μάχη του ανθρώπου για την εξασφάλιση ασφαλών συνθηκών ήταν και παραμένει τόσο στόχος όσο και προϋπόθεση για την καλύτερη συνεργασία και αλληλοβοήθεια. Και αποτελεί απαραίτητο συστατικό στη δημιουργία μιας πραγματικά ελεύθερης κοινωνίας].