Σελίδες

Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2013

καπιταλιστική οικονομική κρίση

-Τι είναι τελικά η καπιταλιστική οικονομική κρίση;

Το πρώτο που πρέπει να σκεφτεί κανείς στις παρούσες συνθήκες είναι η ουσία της λέξης που πολλές φορές χρησιμοποιεί για να περιγράψει την κατάσταση και τις εξελίξεις: η ΚΡΙΣΗ. Τι είναι τελικά η καπιταλιστική οικονομική κρίση;

Ανατρέχοντας απλά στην Πολιτική Οικονομία, με τον ίδιο τρόπο που κάνουν όλοι όσοι θέλουν μια επιστημονική εξήγηση για τους νόμους κίνησης της καπιταλιστικής οικονομίας θα βρει κανείς χοντρικά και απλοποιημένα τα παρακάτω.

Σε συνθήκες καπιταλιστικής ανάπτυξης, όπου όλα φαινομενικά δουλεύουν ρολόι, τα μονοπώλια επιδίδονται σε έναν ατέρμονο ανταγωνισμό για το ποιος θα υπερισχύσει και θα …μονοπωλήσει την αγορά, ώστε να την ελέγξει.

Από πότε γίνεται αυτό;
Είναι μια διαδικασία που ξεκίνησε με την ίδια την καπιταλιστική οικονομία, ο ανταγωνισμός για το μεγαλύτερο κέρδος.

Πώς ξεκίνησε και πώς λειτουργεί;

Ας κάνουμε μια υπόθεση εργασίας επικεντρώνοντας σε ένα δεδομένο προϊόν, ας πούμε λοιπόν ότι αυτό το προϊόν θα είναι η καρέκλα.
Η καρέκλα λοιπόν έχει μια αξία χρήσης και μια ανταλλακτική αξία. Η αξία χρήσης της είναι λίγο πολύ γνωστή σε όλους, να καθόμαστε. Πάντα όσο υπήρχαν και θα υπάρχουν καρέκλες αυτή τη χρήση θα εξυπηρετούν εκτός από ορισμένες περιπτώσεις που γίνεται αντικείμενο τέχνης και εκεί αλλάζει βέβαια πολύ περίπλοκα το όλο σύστημα. Όμως οι παραγωγοί καρέκλας ξέρουν όλοι ότι τις φτιάχνουν για να καθόμαστε.

Η καρέκλα έχει και μια ανταλλακτική αξία, δηλαδή για να το πούμε απλά «κοστίζει» κάτι για να την αποκτήσεις. Αυτό το κόστος είθισται για τις καθημερινές συναλλαγές να μεταφράζεται σε χρήμα, όμως στην πραγματικότητα το χρήμα λειτουργεί μόνο ως ένα μέσο για να εξαλείφεται η δαιδαλώδης διαδικασία της αντιστοίχησης των πολυάριθμων εμπορευμάτων με κάποια άλλα.

Αντί λοιπόν να λέμε ότι μια καρέκλα αντιστοιχεί σε 100 αυγά ή 50 φρατζόλες ψωμί ή 1/100 ενός βοδιού ή οτιδήποτε άλλο (αναλογίες εντελώς τυχαία γραμμένες), αποφασίζουμε ότι τα 100 αυγά, οι 50 φρατζόλες ψωμί και το 1/100 του βοδιού, όπως και μια κοινή καρέκλα θα κοστίζουν, ας πούμε, 10 χρηματικές μονάδες. Η χρηματική αυτή μονάδα είναι το νόμισμα, εθνικό νόμισμα. Απλό να καταλάβει κανείς ότι μια καρέκλα που κοστίζει σήμερα 10 ευρώ, θα κοστίζει 13.50 δολάρια ΗΠΑ κ.ο.κ.

Πώς ορίζεται όμως αυτή η τιμή; Αρχικά ορίζεται πολύ απλά, με τον Κοινωνικά Αναγκαίο Χρόνο Εργασίας (στο εξής ΚΑΧΕ). Δηλαδή, αν υποθέσουμε ότι μια καρέκλα χρειάζεται 10 ώρες δουλειάς για να κατασκευαστεί, 10 ώρες δουλειάς χρειάζονται και για να παραχθούν 100 αυγά, ή 50 φρατζόλες ψωμί, ενώ 1000 ώρες δουλειάς χρειάζονται για να εκτραφεί και να μεγαλώσει ώστε να πουληθεί ένα βόδι.
Έτσι λειτούργησε αρχικά ο καπιταλισμός. Όμως από εμφάνισης περισσεύματος παραγωγής, άρα ιδιοκτησίας, στην ιστορία των ανθρώπινων κοινωνιών (και όχι από εμφάνισης ανθρώπου όπως λανθασμένα υποστηρίζουν αρκετοί), ο ιδιοκτήτης του παραγόμενου πλούτου επιδιώκει τη μεγιστοποίησή του.

Με ποιον τρόπο;
Ο καταφανέστατος αρχικός τρόπος με βάση τα παραπάνω είναι να μειώσει τον ΑΧΕ, με τη χρήση καινοτομιών, ώστε αυτός να είναι λιγότερος από τον ΚΑΧΕ. Έτσι, αν κάποιος παράγει την κάθε καρέκλα σε 9 ή 8 ώρες, την ώρα που οι υπόλοιποι τις κατασκευάζουν σε 10, μπορεί να τις ανταλλάσσει πιο «φτηνά», με αποτέλεσμα να συγκεντρώνει την εκτίμηση των καταναλωτών, ή «ανταλλακτών». Έτσι οι υπόλοιποι παραγωγοί, που δεν μπορούν να ακολουθήσουν αυτό τον ανταγωνισμό αναγκάζονται να σταματήσουν να εμπορεύονται τις καρέκλες. Τι κάνουν στη συνέχεια; Υπάρχει μια μικρή περίπτωση να στραφούν σε διαφορετική παραγωγή, όμως ως επί το πλείστον συνεχίζουν να παράγουν καρέκλες για αυτόν που έχει κυριαρχήσει στην αγορά.
Έτσι ο μικρός παραγωγός καρέκλας, που ήταν ένας παραγωγός δίπλα στους άλλους, πλέον έχει μια επιχείρηση παραγωγής καρέκλας με αρκετούς εργαζόμενους. Το γεγονός ότι μπορεί να χρησιμοποιήσει μεγαλύτερο εργατικό δυναμικό, να κάνει καταμερισμό της εργασίας και να τελειοποιήσει μηχανήματα που αφού χρησιμοποιούνται από περισσότερους χειριστές είναι πιο «παραγωγικά» τον οδηγεί στο να μειώσει ακόμα περισσότερο το κόστος της καρέκλας. Έτσι μπορεί η συγκεκριμένη καρέκλα να φτάσει να ισοδυναμεί με 1 ώρα του ΚΑΧΕ.

Όλα καλά φαίνονται ως εδώ, πολύ θετική η εξέλιξη της μείωσης της «τιμής» ή πιο σωστά της ανταλλακτικής αξίας του προϊόντος. Όμως σιγά σιγά αρχίζει να εμφανίζεται το πραγματικό πρόσωπο του καπιταλισμού ως εκμεταλλευτικού συστήματος.

Ο ιδιοκτήτης της επιχείρησης καρεκλοποιίας δε θα μειώσει την ανταλλακτική αξία το ίδιο ανάλογα με τη μείωση του κόστους παραγωγής. Αν η καρέκλα κοστίζει στον ίδιο 1 χρηματική μονάδα για να κατασκευαστεί, με δεδομένο ότι έχει κυριαρχήσει στην αγορά και έχει κλείσει τους υπόλοιπους που πλέον είναι το εργατικό δυναμικό που εργάζεται για λογαριασμό του, μπορεί να πουλήσει την καρέκλα όσο θέλει.
Έτσι ας υποθέσουμε ότι για να μπορεί να πουλάει πολλές καρέκλες, ορίζει μια τιμή στις 2 χρηματικές μονάδες. Αν για κάθε καρέκλα που παράγει ξοδεύει 0.2 χρηματικές μονάδες για τα απαραίτητα μηχανήματα μέχρι την απόσυρσή τους και 0.8 χρηματικές μονάδες ως μισθό στους εργαζόμενους, δηλαδή σύνολο 1 χρηματική μονάδα, γίνεται κατανοητό ότι κερδίζει κυριολεκτικά «από το πουθενά» 1 χρηματική μονάδα.

Εδώ εμφανίζεται ξεκάθαρα η πρώτη έννοια της εκμετάλλευσης, η «υπεραξία». Όταν λοιπόν ο εργαζόμενος πληρώνεται 0.8 χρηματικές μονάδες για ένα προϊόν από το οποίο ο καπιταλιστής κερδίζει 1.8 χρηματικές μονάδες (βγάζοντας έξω το κόστος των μηχανών), στην ουσία πληρώνεται μόνο για το 44% της δουλειάς του. Έτσι αν ο εργαζόμενος αυτός δουλεύει 8 ώρες τη μέρα, τις 3.56 δουλεύει για να πληρωθεί και τις 4.44 για να προσφέρει κέρδος στον καπιταλιστή. Με λίγα λόγια φαίνεται το πρώτο «ξεζούμισμα».

Εδώ πρέπει να οριστεί κάτι. Ότι η τιμή του μισθού είναι για την πολιτική οικονομία η τιμή στην οποία ο εργαζόμενος νοικιάζει στον καπιταλιστή την ικανότητά του να δουλέψει. Έτσι σ’ αυτή τη σχέση ο εργαζόμενος είναι αυτός που προσφέρει (την ικανότητά του) και ο καπιταλιστής αυτός που ζητάει. Αυτή ακριβώς η σχέση είναι βασική οικονομική σχέση για την οποία έχουν γίνει τεράστιοι συνδικαλιστικοί αγώνες κατά τη διάρκεια του καπιταλισμού σε ολόκληρο τον πλανήτη. Αγώνες που δεν αφορούν μονάχα την πληρωμή της κάθε ώρας, αλλά το πόσες ώρες θα δουλεύει ο εργαζόμενος, το τι άλλες παροχές θα μπορεί να εξασφαλίζει με την προσφορά της εργασίας του πέρα από το ημερομίσθιο (ασφάλιση, υγεία, παιδεία κ.α.) κλπ. Αυτή η σχέση στην ουσία γέννησε του πρώτους αγώνες της εργατικής τάξης στον καπιταλισμό και τις πρώτες προσπάθειες να συγκροτήσει αιτήματα, που αρχικά ήταν οικονομικά.
Ο Μαρξ, στην «Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας» αναφέρει ξεκάθαρα ότι αυτή είναι μια σχέση που ορίζεται εν πολλοίς από τη σχέση προσφοράς-ζήτησης. Έτσι όταν υπάρχει μεγαλύτερη προσφορά εργατικής δύναμης από τη ζήτηση πέφτει η τιμή της. Μπορεί έτσι εύκολα να καταλάβει κανείς γιατί είναι αρχή για τους καπιταλιστές να υπάρχει η ανεργία, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο, ανάλογα με τις ανάγκες τους, ποσοστό.

Ως εδώ, έχουμε αφήσει του καπιταλιστές που μονοπωλούν την αγορά να ρυθμίζουν τις τιμές και με δεδομένο το γεγονός ότι η ζήτηση για εργατική δύναμη είναι μικρότερη από την προσφορά, να έχουν και το πάνω χέρι στη ρύθμιση της τιμής της εργατικής δύναμης, δηλαδή των μισθών, που αναγκάζονται να τους αυξήσουν όταν βλέπουν ότι κινδυνεύει η ίδια η παραγωγή τους, με απεργίες και αγωνιστικές κινητοποιήσεις των εργαζόμενων.

Οι καπιταλιστές αυτοί βεβαίως, δε μένουν σε ένα μόνο προϊόν ή ένα μόνο κλάδο. Επεκτείνονται στο να κυριαρχήσουν σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερο κομμάτι της αγοράς. Ένα πεδίο στο οποίο επεκτείνονται είναι σε ήδη υπάρχοντες κλάδους. Ένας τρόπος είναι να αγοράσουν έτοιμες επιχειρήσεις άλλων κλάδων που δε μπορούν να συναγωνιστούν τις τιμές. Πώς γίνεται αυτό; Όταν ο παραγωγός ψωμιού, για παράδειγμα, δεν μπορεί να πουλήσει τις 50 φρατζόλες ψωμί φτηνότερα από 2 χρηματικές μονάδες, ο ιδιοκτήτης της επιχείρησης καρέκλας μπορεί ρίχνοντας την τιμή της καρέκλας τόσο όσο χρειάζεται για να μπορεί να αγοράζει και όλα τα ψωμιά αν θέλει, εξαγοράζει και την επιχείρηση αρτοποιίας και αντίστοιχα και το πτηνοτροφείο που παράγει αυγά και το κτηνοτροφείο που εκτρέφει τα βόδια.
Άλλος τρόπος είναι όταν λίγοι καπιταλιστές έχουν ένα σημαντικό κομμάτι της συνολικής παραγωγής στα χέρια τους, να σχηματίζουν ενώσεις, τραστ, καρτέλ κλπ ώστε από κοινού να αποφασίζουν πόσο θα πουλιέται και πόσο θα αγοράζεται το καθετί. Αντίστοιχα ενωμένοι είναι και στο ζήτημα της τιμής της εργατικής δύναμης που τους καίει όσο οτιδήποτε άλλο, καθώς από τη μεγαλύτερη υπεραξία βγάζουν μεγαλύτερα κέρδη, ουσιαστικά η υπεραξία είναι η πηγή του κέρδους τους.
Καταλαβαίνει λοιπόν εδώ ο καθένας ότι ο καλός καπιταλισμός που ξεκίνησε με κάποιους ελεύθερους παραγωγούς που εμπορεύονταν τα προϊόντα που κατασκεύαζαν, σε αυτό το σημείο έχει γίνει ένα σύστημα που η εκμετάλλευση φαίνεται ξεκάθαρα και μάλιστα είναι απόλυτα αδύνατο για κάποιον να «τρυπώσει» μέσα στη μικρή κάστα που συγκεντρώνει τον πλούτο στα χέρια της. Άρα η «ελεύθερη αγορά» δεν είναι και τόσο …ελεύθερη.

Αυτό που επιζητούν πλέον οι καπιταλιστές είναι να «ρίχνουν» κεφάλαιο στην παραγωγή εμπορευμάτων, να επενδύουν και αυτό κάνοντας τον κύκλο του μέχρι την πραγματοποίηση του προϊόντος (σημαίνει παραγωγή και πώληση) να τους επιστρέφεται όχι απλά στο ακέραιο, όχι απλά με κέρδος, αλλά με το μεγαλύτερο δυνατό κέρδος, για να μπορούν να βρίσκονται σε θέση ισχύος και σε σχέση με άλλους καπιταλιστές για να κυριαρχούν στην αγορά. Γιατί όποιος δεν έχει το μέγιστο κέρδος κινδυνεύει άμεσα να εξαγοραστεί, να κλείσει, από τους υπόλοιπους. Άρα οι καπιταλιστές δεν το κάνουν μόνο από τρέλα, αλλά και από ανάγκη. Πέρα απ’ όλα τ’ άλλα συμπιέζουν την τιμή της εργατική δύναμης, δημιουργούν φτωχούς εργαζόμενους που εργάζονται για τα αμύθητα κέρδη τους. Αυτή η επιλογή είναι μονόδρομος.

Ένας τρόπος για να μπορούν να κινούνται ακόμα πιο ελεύθερα στις επενδύσεις τους και στον τρόπο που χρησιμοποιούν τα κεφάλαια είναι να δημιουργήσουν ένα χρηματοπιστωτικό σύστημα, από το οποίο θα μπορούν να παίρνουν όποτε θέλουν όσα θέλουν, όσα τους λείπουν, για να επενδύσουν εκεί που θα μπορέσουν να βγάλουν μεγαλύτερα κέρδη. Έτσι, αν κάποιος κλάδος τους ξεφεύγει, με τη «μαγική λύση» που ονομάζεται τράπεζα, μπορούν να βρίσκουν τα απαραίτητα για να εξαγοράζουν ότι χρειάζονται και να επεκτείνουν την κυριαρχία τους. Για το λόγο αυτό οι τράπεζες δεν αποτελούν εξωτερικό σύστημα, αλλά μηχανισμό στα χέρια τους. Το βιομηχανικό που πολλοί θέλουν να το παρουσιάζουν ως «παραγωγικό» κεφάλαιο είναι ένα με το τραπεζικό κεφάλαιο.

Στη διαδικασία αυτή για να βρίσκουν πάντα ρευστότητα χρησιμοποιούν πολλούς τρόπους. Ένας είναι ότι βάζουν τους ίδιους τους εργαζόμενους να αφήνουν εκεί το κομπόδεμά τους, ώστε να μαζεύονται χρήματα. Με απλές τοκογλυφικές μεθόδους καταφέρνουν και οι τράπεζες να μαζεύουν όλο και περισσότερα και οι ίδιοι να μπορούν να βρίσκουν όσα θέλουν. Σε πολλές περιπτώσεις, παρά το γεγονός ότι οι τράπεζες έχουν συγκεκριμένα αποθέματα, εφευρίσκουν τρόπους για να βρίσκουν κι άλλα κεφάλαια.

Ένας από αυτούς τους τρόπους είναι να χρεώνουν τις τράπεζες. Έτσι δανείζονται στην ουσία το ένα χρηματοπιστωτικό σύστημα από το άλλο (σε επίπεδο εθνικών οικονομιών) για να βρίσκονται αυτά τα χρήματα. Όσο μπορούν όλοι και προχωρούν με μεγαλύτερα κέρδη είναι ικανοποιημένοι. Όμως υπάρχουν κάποια σημεία που τα πράγματα σκουραίνουν…

Με τη συμπίεση της τιμής της εργατικής δύναμης οι εργαζόμενοι κάποια στιγμή δεν μπορούν να αγοράσουν τα προϊόντα που παράγουν, κοινώς δεν τους φτάνουν τα λεφτά. Έτσι, αν και έχει φτάσει η παραγωγή στο να φτιάχνει τεράστιες ποσότητες από τα διάφορα αγαθά, αυτά είναι καταδικασμένα να μείνουν απούλητα. Τι κάνουν τότε οι καπιταλιστές; Δανείζουν τους εργαζόμενους μέσω του δικού τους χρηματοπιστωτικού συστήματος! Τι τους δανείζουν ουσιαστικά; Τους δανείζουν με τόκο τα χρήματα που οι ίδιοι τους έχουν κλέψει από τη δουλειά τους! Εξαίσια εφεύρεση!!! Έτσι για κάποιο διάστημα μπορούν να συνεχίσουν να πουλάνε τα προϊόντα τους με αυτή την πλαστή οικονομική δυνατότητα της εργατικής τάξης.

Το τρικ για να μπορέσει μέσα σ’ αυτό το διάστημα να ανορθωθεί η καπιταλιστική οικονομία είναι αυτό που αν το έβρισκε κάποιος αστός οικονομολόγος, οι καπιταλιστές θα είχαν από ένα άγαλμά τους έξω από κάθε βιομηχανική μονάδα τους, από κάθε τράπεζα και κάθε χρηματιστήριο. Έχουν προταθεί πολλοί τρόποι, όμως η ιστορία τους έχει απορρίψει όλους. Γιατί; Επειδή όταν είναι αναγκαίο να ανεβάσεις την αγοραστική δύναμη της εργατικής τάξης με πολύ συμπιεσμένα τα περιθώρια επίτευξης του μέγιστου κέρδους είναι απόλυτα αδύνατο να το πετύχεις. Είναι σα να θες να σπρώξεις κάτι που το τραβάς με το σκοινί προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Έτσι φτάνει η ώρα που τα προϊόντα μένουν απούλητα, επιχειρηματικοί όμιλοι δεν εξασφαλίζουν το μέγιστο κέρδος και κλείνουν, καταρρέουν τραπεζικά συστήματα που τα έχουν καταληστεύσει οι ιδιοκτήτες τους καπιταλιστές και ο εργαζόμενος λαός μένει στην ανέχεια, στην ανεργία. Είναι η ώρα της ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΚΡΙΣΗΣ.
Μέσα στην Κρίση αυτή λοιπόν κοιτάει ο καθένας από πού θα πιαστεί. Αφ’ ενός τελειώνουν τα παιχνιδάκια με τους δανεισμούς και την επίπλαστη ρευστότητα, κυρίως απέναντι στους πιο αδύναμους. Έτσι είναι εύκολο αυτή η κρίση που οφείλεται στην υπερπαραγωγή και την υπερσυσσώρευση κεφαλαίου να εμφανιστεί ως κρίση χρέους. Αυτό βοηθάει ώστε οι μάζες να μη βλέπουν και την ουσία του εμπαιγμού, δηλαδή της ίδιας της εκμετάλλευσης που οδήγησε σε αυτό το σημείο και να ψάχνουν αλλού τις λύσεις, ως και την ηθική.

Τότε οι καπιταλιστές χωρίς ενδοιασμού ψάχνουν να εντείνουν όλους εκείνους τους τρόπους που τους οδηγούν στο μέγιστο κέρδος ώστε να καταφέρουν να επιβιώσουν στο περιβάλλον αυτό της κόλασης. Συμπιέζουν ακόμα περισσότερο τους μισθούς, αυξάνουν τη φορολογία προς το κράτος, το δικό τους κράτος, που τους δίνει ρευστότητα για να καλύπτουν ότι κενά έχουν από αναγκαία κεφάλαια, αυξάνουν την ανεργία με τρικ στο βαθμό που θα μπορέσουν να φτιάχνουν όσα μπορούν να διοχετεύσουν στην αγορά, ψάχνουν πολύ πιο άμεσα και γρήγορα νέους κλάδους που δεν είναι και τόσο εύκολο να βρουν, καταστρέφουν την παραγωγή.

Η διαχείριση αυτής της κατάστασης είναι ακριβώς η δουλειά των αστών οικονομολόγων, που ψάχνουν τους τρόπους με τον οποίο θα σώσουν το σύστημά τους που δείχνει να καταρρέει. Η περιπλοκότητα της κατάστασης είναι η ανάγκη που έχει οδηγήσει τη διαδικασία εύρεσης της λύσης της να γίνει επιστημονική διαδικασία όπου ολόκληρη η ανθρώπινη γνώση προσπαθεί να βρει διέξοδο ακυρώνοντας ακριβώς την ίδια την επιστημονική ανθρώπινη γνώση που από πολύ πριν έχει αποδείξει το άλυτο αυτών των αντιθέσεων!
Αυτή η αλήθεια, που τη γνωρίζουν, είναι και ο μόνος φόβος τον καπιταλιστών. Το γεγονός δηλαδή ότι η ανθρωπότητα έχει βρει τη διέξοδο από αυτό τον παραλογισμό της εκμετάλλευσης, με τη λεπτομέρεια ότι τη διέξοδο την έχει βρει έξω από τον καπιταλισμό και τη δική τους κυριαρχία.
Γιατί η κινητήρια δύναμη της παραγωγής είναι η εργατική δύναμη που αν δουλέψει χωρίς σκοπό την παραγωγή του μέγιστου κέρδους μπορεί να εξασφαλίσει σε αφάνταστο βαθμό την ικανοποίηση όλων των αναγκών της. Εύκολο να το καταλάβει κανείς αν σκεφτεί ότι η καρέκλα που πρέπει να αγοραστεί 2 χρηματικές μονάδες, στην ουσία μπορεί να αγοραστεί λιγότερο από μισή πλέον, αφού δεν υπάρχει η ανάγκη για το μέγιστο κέρδος και την ίδια ώρα να πληρώνεται με πολύ καλύτερους όρους η εργατική δύναμη αφού μπορεί να ορίζεται η γενική τιμή της χωρίς να υπάρχει η ανάγκη για τον «αυθόρμητο» ορισμό της μέσω της προσφοράς και της ζήτησης, αφού όλοι όσοι μπορούν να δουλέψουν θα έχουν δουλειά, γιατί είναι προς το συνολικό συμφέρον να συμβάλλουν στην άνοδο της παραγωγής που καταναλώνεται από τους παραγωγούς της κι όχι από τα παράσιτα που αποτελούσαν απλούς ιδιοκτήτες της.
Για να γίνει ακόμα πιο σαφές, κάποια στιγμή δεν υπάρχει καν η αναγκαιότητα να οριστεί τιμή, γιατί η ικανότητα παραγόμενου προϊόντος είναι δυσανάλογα μεγαλύτερη από την όποια δυνατότητα ζήτησης. Τότε η ανθρωπότητα περνάει από το βασίλειο της ανάγκης, στο βασίλειο της ελευθερίας και μπορεί αφού έχει λύσει το ζήτημα της ύπαρξής της να λύσει πολλά άλλα ζητήματα στη μεγάλη ιστορική της πορεία.fadomduck2.blogspot.gr
Πηγή: Aegletes Coelispex

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου