Σελίδες

Παρασκευή 14 Σεπτεμβρίου 2012

Η δημοκρατία ως προϊόν κατανάλωσης

Η δημοκρατία ως προϊόν κατανάλωσης

by Βαγγέλης Χριστοδούλου
Όταν το αυτονόητο γίνεται... όραμα.
Όλα τα καταναλωτικά αποκτήματα εμπεριέχουν κινδύνους. Οι έμποροι όμως των αγαθών, που παραπλανητικά αποκαλούνται διαρκείας, διαβεβαιώνουν τους πελάτες τους ότι τίποτε δεν θα συμβεί και ότι το προϊόν θα συνεχίσει να υπάρχει. Είναι μία υπόσχεση που δεν μπορούν να τηρήσουν. Την ίδια ακριβώς πρακτική χρησιμοποιούν και οι υπηρέτες των κομμάτων, τα στελέχη και οι αρχηγοί τους, ως άλλοι έμποροι ή managers. Εμπορεύονται οράματα και δίνουν υποσχέσεις που δεν μπορούν να τηρήσουν. Κανένας από αυτούς δεν μπορεί με καθαρή συνείδηση να μας πει ότι θα πραγματώσει το όραμα που υπόσχεται ή ότι ο ίδιος θα υπάρχει σε αυτή τη θέση προκειμένου να μας δώσει εξηγήσεις πάνω στο γιατί δεν πραγμάτωσε το όραμά του ή την υπόσχεση που μας έδωσε.http://eagainst.com
Τα οράματα που προσφέρονται, δίνουν τη δυνατότητα στον ψηφοφόρο να επιλέξει μέσα από έναν μεγάλο κατάλογο ελκυστικών προϊόντων. Ελευθερία, ισότητα, εργασία, κοινωνικό κράτος, δικαιοσύνη, ασφάλεια κλπ. Ο κατάλογος δεν τελειώνει όσο επιτρέπεις στον έμπορο-πωλητή να μιλάει. Την ίδια στιγμή, ο ίδιος και το σύστημα που τον περιβάλει, δεν ανησυχεί καθόλου για τη ζήτηση ή την έλλειψη ενδιαφερομένων. Ο ψηφοφόρος δε, έχει την δυνατότητα να αγοράσει από διαφορετικά μαγαζιά, αφού υπάρχουν πολλά που πουλούν τα ίδια προϊόντα με διαφορετικό όμως, περιτύλιγμα.
Από τους πωλητές, οι πελάτες περιμένουν να ακούσουν την εκπλήρωση του βασικότερου οράματος : τον τρόπο με τον οποίο θα καταφέρουν να είναι ελεύθεροι και ήσυχοι, σε πείσμα της φράσης του Θουκυδίδη που έλεγε ότι «ή ελεύθερος θα είσαι ή ήσυχος, και τα δύο δεν γίνεται». Οι πωλητές από την άλλη μπορούν όχι μόνο να τάξουν αλλά και να επιβάλουν οτιδήποτε, όντας σίγουροι ότι η ζήτηση των συμβουλών τους και των υποτιθέμενων ικανοτήτων τους, δεν θα εξαντληθεί ποτέ.
Στερημένος από το μέλλον του και επομένως από οποιαδήποτε προσδοκία, προσπαθεί μέσα από την ακατανίκητη δύναμη της άρνησης να τεντώσει το χέρι του και να γαντζωθεί από τα απλόχερα προσφερόμενα οράματα των πωλητών. Οι ίδιοι προκειμένου να αγοράσει, του δίνουν αξία και τον ορίζουν ως τον «σημαντικότερο ψηφοφόρο της μεταπολίτευσης». Ο ψηφοφόρος, κάθεται παρατημένος από την δημοκρατία που τον παράτησε, ακούγοντας με προσοχή, τους αγγελιοφόρους της αιωνιότητας να του πετούν οράματα από τα μπαλκόνια. Μαγεύεται από την προοπτική ότι μπορεί επιτέλους να διαλέξει το δικό του όραμα μέσα από την μεγάλη ποικιλία που υπάρχει. Όπως ακριβώς έμαθε να καταναλώνει αγαθά έτσι καταναλώνει και οράματα. Ως πεπειραμένος καταναλωτής, επιθυμεί άλλη μια φορά να αρπάξει την ευκαιρία.
Η καταναλωτική κοινωνία στην οποία μεγάλωσε και ανδρώθηκε ως «πολίτης» τον έμαθε ότι το νερό για παράδειγμα, πρέπει να πωλείται αφού είναι καταναλωτικό προϊόν. Ο «πολίτης» το δέχεται χωρίς να σκεφτεί ότι αν δεν πιεί νερό θα πεθάνει. Το νερό δεν είναι καταναλωτικό προϊόν αλλά αγαθό που πρέπει να δίνεται απλόχερα και δωρεάν σε όλους. Για κάτι τέτοιο όμως πρέπει να παλέψεις και πολλές φορές να πεθάνεις. Η ελεύθερη πρόσβαση στο νερό, είναι για κάποιους ανθρώπους όραμα. Η εργασία από την άλλη πλευρά είναι ένας θεσμός που χωρίς αυτόν ο άνθρωπος πάλι θα πεθάνει. Αν δεν πεθάνει βιολογικά, θα πεθάνει κοινωνικά. Και όμως, η εργασία για δισεκατομμύρια ανθρώπους είναι όραμα. Αυτή είναι η μεγάλη επιτυχία των πωλητών: μετέτρεψαν τα αυτονόητα σε οράματα.
Οι πωλητές ανάγουν το αυτονόητο σε όραμα και το πουλάνε. Όλα τα αυτονόητα μετατράπηκαν σε οράματα : η εργασία, η ελευθερία, η δικαιοσύνη, η ισότητα. Έγιναν «πολιτικά οράματα» και πωλούνται ακριβά, πολύ ακριβά. Είναι σπάνια είδη και ως τέτοια, οι τιμές τους εκτοξεύονται στα ουράνια. Το πιο ακριβό όμως είναι ο συνδυασμός όλων αυτών : η δημοκρατία. Δεν είναι απλώς σπάνιο αγαθό, αλλά κάτι που δεν υπήρξε ποτέ, κανείς δεν το έχει δει και κανείς δεν το έχει αγγίξει. Όλοι όμως μιλάνε γι’ αυτό και θέλουν να το αποκτήσουν. Η προσπάθεια για την απόκτησή της είναι τόσο μεγάλη που την παραγγέλνουν ακόμα και μέσω internet, αλλά μάταια. Δεν έρχεται ποτέ.
Η δύναμη του αντίγραφου.
Όταν δεν έχεις την οικονομική δυνατότητα να αγοράσεις ένα προϊόν, βολεύεσαι με τα imitation ή αλλιώς τα υποκατάστατα. Έτσι ακριβώς κάνουμε και με την δημοκρατία. Αφού δεν μπορούμε να την έχουμε, φτιάχνουμε υποκατάστατα και τους δίνουμε μεγάλες και βαρύγδουπες ονομασίες : αντιπροσωπευτική δημοκρατία, κοινοβουλευτική δημοκρατία, αστική δημοκρατία, μαζική δημοκρατία, λαϊκή δημοκρατία κλπ. Δημοκρατία σκέτη, δεν υπάρχει. Θέλουμε το υποκατάστατο να είναι κομμένο και ραμμένο στα μέτρα των συνθηκών της μοντέρνας ζωής μας. Θέλουμε να το αποκτήσουμε γρήγορα, χωρίς να χάνουμε χρόνο, ζητώντας να ικανοποιηθούμε όσο το δυνατόν περισσότερο με όσο το δυνατόν λιγότερο κόπο.
Το υποκατάστατο όμως δεν είναι ποτέ ίδιο με το αυθεντικό, το πραγματικό προϊόν. Δεν έχει την ίδια ποιότητα με το original όσο και αν προσπαθούμε ψυχαναγκαστικά να πείσουμε τον εαυτό μας για το αντίθετο. Έτσι, απογοητευμένοι από την ποιότητα, αναζητούμε τη λύτρωση στην ποσότητα. Μέσα στην μεγάλη ποσότητα όμως, είναι βέβαιο ότι, που και που, θα περάσουν απαρατήρητα, κακά αντίγραφα ή υποκατάστατα του προϊόντος. Έτσι και με την δημοκρατία : μεταξύ του ενός «που» και του άλλου «που», πέρασε απαρατήρητο προϊόν της, που υπόσχεται ότι η επόμενη αυγή θα είναι χρυσή, παρόλο που το ίδιο το αντίγραφο είναι βαμμένο μαύρο.
Υπάρχουν πάρα πολλοί καταναλωτές που αρέσκονται στα μαϊμού προϊόντα ή γενικότερα στα φτηνά αντίγραφα. Θεωρούν ότι δεν αξίζει να πληρώσεις πολλά χρήματα για να αγοράσεις την τάδε μάρκα αφού με λιγότερα από τα μισά κάνεις την ίδια δουλειά. Η αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν μπορείς να περιφρονήσεις ένα «φτηνό» προϊόν, εκτός και αν είσαι νεόπλουτος. Η πολιτική που εμφανίζεται ως καταναλωτικό και κατά συνέπεια αναλώσιμο προϊόν, δεν αποτελεί εξαίρεση. Οι περισσότεροι άνθρωποι αγαπούν την φτηνή πολιτική και σε καμία περίπτωση δεν την περιφρονούν. Αρκετά εκατομμύρια ανθρώπων σε ολόκληρη την Ευρώπη, στέλνουν στη βουλή ακροδεξιά κόμματα πιστεύοντας ότι θα καταφέρουν να αλλάξουν τα πράγματα χρησιμοποιώντας βία, επειδή «αυτοί δεν μασάνε». Θέλουν να ξεμπερδεύουν γρήγορα όπως και με την αγορά ενός προϊόντος. Νομίζουν ότι μέσα σε ένα κοινοβούλιο υπάρχουν κόμματα που φοβούνται άλλα κόμματα με τον ίδιο τρόπο που οι ψηφοφόροι φοβούνται τον ματατζή ή τον νεοναζιστή με την αρβύλα. Αυτό είναι όχι μόνο αποδοχή, αλλά κυρίως πίστη στην φτηνή πολιτική.
Από την άλλη μεριά φτηνή πολιτική αποτελεί και ο όρος «επαναδιαπραγμάτευση», αφού για να επαναδιαπραγματευθείς κάτι, αφ’ ενός αποδέχεσαι ότι είσαι υπαίτιος για το πρόβλημα, αφ’ ετέρου, χρειάζονται δύο τουλάχιστον μέρη. Δεν απαντάς ποτέ στην ερώτηση, «τι θα γίνει αν το άλλο μέρος δεν επαναδιαπραγματεύεται;»
Μία από τις σημαντικότερες τεχνικές του μάρκετινγκ είναι το να εμποδίζεις τον καταναλωτή να σκεφτεί πάνω σε ότι αφορά την χρησιμότητα του προϊόντος που θα αγοράσει. Ο στόχος είναι να εμφανιστεί το προϊόν ως μοναδικό με βάση την αξιοπιστία του σήματος που διαθέτει. Έτσι ακόμα και αν είναι αντίγραφο, το σήμα δίνει την ψευδαίσθηση της αξιοπιστίας σε αυτόν που το κατέχει ή που το φοράει. Δεν έχει και τόση σημασία αν το χρειάζεσαι. Το σήμα του, είναι εγγύηση ότι θα το χρειαστείς. Πόσο μοναδικό είναι στην πραγματικότητα;
Ίδιο σκεπτικό, διαφορετικό κόμμα.
Η τεχνική της «κατασκευής σε επίπεδο πλατφόρμας» χρησιμοποιείται σήμερα από όλες τις μεγάλες βιομηχανίες και κυρίως από μεγάλους ομίλους. Η πλατφόρμα είναι η βάση πάνω στην οποία γίνονται διάφορες αλλαγές ή προσθέσεις προκειμένου να δημιουργηθεί ένα αντικείμενο το οποίο μετατρέπεται σε επώνυμο προϊόν,από ρούχο μέχρι αυτοκίνητο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, μιας και ο γράφων ασχολείται με τα αυτοκίνητα, αποτελεί το Group VAG ή πιο γνωστό ως όμιλος Volkswagen. Τα αυτοκίνητα Audi, Skoda, Seat και Volkswagen, μοιράζονται την ίδια πλατφόρμα σε πολλά μοντέλα τους. Τα Audi A4 με τα Skoda Octavia ή το καινούργιο Passat με την Octavia και το Seat Leon. Η τεχνική της πλατφόρμας χρησιμοποιείται και σε μηχανικά μέρη. Επίσης, ο ίδιος τύπος κινητήρα υπάρχει σε διάφορα μοντέλα του ίδιου ομίλου αλλά με διαφορετική ονομασία. Το Audi S3 έχει τον ίδιο κινητήρα με το Seat Cupra. Διαφοροποιώντας όμως μερικά μηχανικά μέρη και αλλάζοντας το πρόγραμμα του ηλεκτρονικού εγκεφάλου, το ένα αυτοκίνητο γίνεται πιο γρήγορο από το άλλο. Το ερώτημα είναι με ποιον τρόπο ένα Audi θα πουληθεί περισσότερο από ένα Seat ή μία Octavia; Πως κάποιος θα αποδεχθεί ότι ένα 5-10% στην διαφορά κατασκευής δικαιολογεί το 50-70% στη διαφορά τιμής;
Ο πωλητής μεγεθύνει την αξία των μικροδιαφορών που προστίθενται, αλλάζοντας πρώτα την εξωτερική εμφάνιση του προϊόντος. Έπειτα η αποδοχή γίνεται ευκολότερη μετατρέποντας τις διαφορές σε εικόνα. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι ο υποψήφιος αγοραστής δεν γνωρίζει όλα τα παραπάνω. Όταν οι διαφορές μεγεθύνονται μέσω της διαφήμισης, τότε ο καταναλωτής μπορεί να «αισθανθεί» τις διαφορές αυτές. Αν κάποιος παρατηρήσει τις διαφημίσεις των συγκεκριμένων αυτοκινήτων θα διαπιστώσει αφ’ ενός μεν ότι δεν διαφημίζονται με τον ίδιο τρόπο, αφ’ ετέρου η διαφήμιση δεν απευθύνεται στο ίδιο target group. Έχουμε αυτοκίνητα για όλα τα βαλάντια αλλά και για όλα τα γούστα.
Η σύγχρονη πολιτική έχει την δική της «πολιτική πλατφόρμα», την οποία αποκαλούμε «συναινετική πολιτική» ή «πολιτική της συναίνεσης». Μια μερίδα κομμάτων είναι φιλικά προς τις μεγάλες επιχειρήσεις, τα κεφάλαια και τις τράπεζες, ενώ έχουν τις ίδιες απόψεις για τους μετανάστες. Τα κόμματα της Αριστεράς (ο Θεός θα την κάνει), υπερασπίζονται τους «δικούς τους αδύναμους», βασιζόμενοι στην κοινή πλατφόρμα των «εργασιακών σχέσεων», ενώ επιτίθενται στο μεγάλο κεφάλαιο και αγαπούν τους μετανάστες. Όμως,κοινή πλατφόρμα όλων ανεξαιρέτως των κομμάτων αποτελεί η πολιτική της «χρησιμοποίησης του φόβου». Όσο φοβάσαι να φύγεις από το euro, άλλο τόσο φοβάσαι και να μείνεις σε αυτό. Όλα τα κόμματα χρησιμοποιούν την ίδια πλατφόρμα σε ότι αφορά το διαδικαστικό, μέσω του οποίου μπορούν να αποκλείσουν ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού από όλες τις σημαντικές αποφάσεις : την αντιπροσώπευση. Με τον τρόπο αυτό φτάνουμε στο να αποκλείσουμε το 54% από τις αποφάσεις, αφού το 34% αφορά την αποχή και το 20% αφορά αυτούς που ψήφησαν αλλά που τα κόμματά τους δεν μπήκαν στη βουλή. Επίσης, τα κόμματα δεν απευθύνονται στα ίδια target groups. Οι ψηφοφόροι του ΚΚΕ για παράδειγμα, δεν ανήκουν στην ίδια κοινωνική τάξη με αυτούς της ΝΔ. «Τάξη», με την έννοια, όχι την οικονομική, αλλά τον τρόπο αντιμετώπισης του οικονομικού και πολιτικού συστήματος.
Ας διαφημίσουμε τον φόβο.
Σε κανένα διαφημιστικό σποτ, κανενός κόμματος, δεν υπάρχει η παραμικρή νύξη περί άμεσης δημοκρατίας. Αντίθετα σε όλα τα σποτ θίγεται η οικονομική διάσταση της κρίσης μαζί με τις υποτιθέμενες λύσεις της, ώστε ο καταναλωτής-ψηφοφόρος να μην σκέφτεται καθόλου την χρησιμότητά τους ή τον αντίκτυπο που θα έχουν επάνω του. Ο στόχος του διαφημιστικού σποτ είναι να διευκολύνει τον αγοραστή και όχι το αντίθετο. Ανάπτυξη για ποιον; Εντός ή εκτός euro; Μετανάστες ή ασφάλεια; Αυτά ήταν και είναι κάποια από τα διλήμματα που τέθηκαν αφήνοντας απ’ έξω το βασικότερο : ποιος θα αποφασίσει γι’ αυτά; Η ΝΔ, το Πασοκ, το ΣΥΡΙΖΑ, το ΚΚΕ, η Χρυσή Αυγή, η ΔΗ.ΜΑΡ, ο Καμμένος, ή μήπως πρέπει να αποφασίζουν οι άνθρωποι αυτής της χώρας; Κατά την διάρκεια του προεκλογικού αγώνα είδα έκπληκτος τον αρχηγό κόμματος να λανσάρει τον εαυτό του σε βίντεο, τοποθετώντας τον στο ίδιο ύψος και στην ίδια περίοπτη θέση, με πολιτικούς ή στρατιωτικούς ή τέλος πάντων ανθρώπους που η προσφορά τους σε αυτήν εδώ τη χώρα είναι πλέον καταγεγραμμένη και έχει ήδη περάσει στην ιστορία. Το πρόβλημά μου τώρα δεν είναι αν ο Ε. Βενιζέλος έκανε καλό ή κακό στην Ελλάδα, αλλά το ότι ο Σαμαράς βάζει τον εαυτό του στην ίδια θέση με αυτόν. Ο ίδιος ο Σαμαράς ως πολιτικός και ως επιστήμονας γενικότερα δεν έχει προσφέρει ποτέ και τίποτε σε αυτόν τον τόπο, πέρα από τα συνεχή ψέματα και εναλλασσόμενες πολιτικές τοποθετήσεις και πρακτικές, προκειμένου να ανέλθει στην πρωθυπουργία, που είναι και διακαής πόθος του.
Είναι πρώτη φορά πιστεύω, στη νεότερη ιστορία μας, που ταυτόχρονα με την προβολή και τη διαφήμιση των προσόντων ενός ηγέτη κόμματος, διαφημίζεται τόσο πολύ ο φόβος. Η ατέλειωτη ψύχωση των ΜΜΕ και της «θετικής κοινής γνώμης» με τα δεινά που θα προκαλέσει η διαφορετική άποψη, συγκαλύπτει την τεχνική της πλατφόρμας. Οι τεχνικοί της εξουσίας δεν αναφέρονται ποτέ στα δεινά που προκάλεσαν τα πεπραγμένα του πολιτικού που προωθείται από το κανάλι τους. Αντίθετα, επικεντρώνονται στη διάχυση του φόβου επικαλούμενοι τα αποτελέσματα της διαφορετικής άποψης. Αποτελέσματα όμως, μιας πολιτικής, που δεν έχει δοκιμαστεί ποτέ. Έτσι πετυχαίνουν δύο πράγματα : πρώτα διαχωρίζουν την ευθύνη, από την εξουσία του προσώπου, που η ιδιοκτησία του μέσου διατάζει να προωθηθεί και δεύτερο, αυτό που πρέπει να αποδείξουν, το παρουσιάζουν ως τετελεσμένο γεγονός . Όπως ακριβώς μία πωλήτρια σε μαγαζί καλλυντικών που λέει στην πελάτη της, να μην αγοράσει την Α κρέμα νυκτός αλλά την Β, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος η Α να καταστρέψει το δέρμα της. Η πελάτης, την εμπιστεύεται γιατί εκτός από το ότι δεν γνωρίζει και πολλά από κρέμες, φοβάται να ρισκάρει με το δέρμα της. Η πωλήτρια δεν διαφημίζει την κρέμα Β αλλά τον φόβο που προκαλεί η κρέμα Α.
Τα αποτελέσματα της ήδη εφαρμοσμένης πολιτικής δεν αναφέρονται πουθενά ή αναφέρονται ελάχιστα. Περνούν στο χρονοντούλαπο της ιστορίας ώστε να γίνει εφικτό, κάποια στιγμή, η ευθύνη του πολιτικού να μην υπήρξε ποτέ. «Αλλαγές στα προϊόντα μας, γίνονται εντός δεκαπέντε ημερών και με προσκόμιση της απόδειξης αγοράς» αναγράφεται σε πολλά καταστήματα. Ό,τι λάθος και να έκανε ο πωλητής ή ο αγοραστής, μετά από κάποιο ορισμένο χρονικό διάστημα, το προϊόν ούτε επιστρέφεται, ούτε αλλάζει. Το ίδιο και με την εγγύηση. Μετά από κάποιο χρονικό διάστημα, ό,τι ζημιά και να πάθεις ευθύνεσαι εσύ. Στα αυτοκίνητα οι εγγυήσεις που υπάρχουν διαρκούν το πολύ τέσσερα με πέντε χρόνια. Η εγγύηση του κόμματος που ψήφησες, διαρκεί εικοσιτέσσερις ώρες. Μετά, για τα επόμενα τέσσερα χρόνια, για ότι και να συμβεί σε σένα ή τους συνανθρώπους σου, την ευθύνη φέρεις ακέραια εσύ, ακόμα και αν το αποτέλεσμα μιας πολιτικής, θα σε ακολουθεί για όλη σου τη ζωή. Το αυτοκίνητο αν βρεις χρήματα, το αλλάζεις, την ψήφο δεν την παίρνεις πίσω όσα χρήματα και να βρεις. Η Κυριακή πέρασε.
Ψήφος και κατανάλωση: η διττή υποχρέωση.
Μόλις ο άνθρωπος μάθει να διαβάζει αρχίζει αμέσως η πολιτική εξάρτηση από …άλλους. Από το δημοτικό ακόμα διδάσκεται την αντιπροσώπευση ψηφίζοντας μαθητικά συμβούλια. Με τον ίδιο τρόπο διδάσκεται την εξάρτησή του από αντικείμενα. Η κοινωνία τον ορίζει από νωρίς με την διττή ιδιότητα του ψηφοφόρου-καταναλωτή. Οφείλει πλέον και υποχρεούται να είναι εντεταλμένος ως τέτοιος. Η παροχή ψήφου σε συνδυασμό με την κατανάλωση είναι η αποστολή του. Η υποχρέωση να ψηφήσεις όπως και η υποχρέωση να καταναλώσεις είναι καθήκοντα που δεν γνωρίζουν εξαίρεση.
Ο φτωχός πολλές φορές εξαναγκάζεται να μπει σε μία κατάσταση κατά την οποία υποχρεώνεται να ξοδέψει τα λιγοστά χρήματα που έχει, όχι για να αποκτήσει κάτι χρήσιμο γι’ αυτόν, αλλά κάτι ανούσιο, προκειμένου να καταναλώσει. Αν δεν το κάνει, είναι εξαιρετικά απίθανο να αποφύγει τον χλευασμό και την κοινωνική ταπείνωση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τούτου, αποτελούν οι κάτοικοι της Μπανγκόγκ , που ενώ ζουν μέσα στην εξαθλίωση, έχουν όλοι κινητά τηλέφωνα, τα οποία φροντίζουν να ανανεώνουν σε τακτά χρονικά διαστήματα. Παράλληλα με τον φτωχό καταναλωτή υπάρχει και ο «φτωχός» ψηφοφόρος. Είναι φτωχός σε πολιτικές γνώσεις. Είναι αυτός που βομβαρδίζεται καθημερινά και από παντού, με υποδείξεις για το τι πρέπει να ψηφίσει. Ο ίδιος δεν γνωρίζει ποτέ σε βάθος, τις πολιτικές ιδεολογίες ή τα προγράμματα των κομμάτων που έχει να επιλέξει και που τελικά πρέπει να ψηφίσει. Σε ακόμη χειρότερη θέση βρίσκεται όμως το άτομο αυτό που δεν θέλει να αναλάβει τον διττό ρόλο του ψηφοφόρου-καταναλωτή και απέχει συνειδητά και από τα δύο ή από ένα από τα δύο. Η κοινωνική του υπόσταση μειώνεται στα μάτια των υπολοίπων εξαιτίας, του ότι δεν θέλει να επιτελέσει την «κοινωνική του υποχρέωση». Δυσκολεύεται να διατηρήσει τον αυτοσεβασμό του καθώς οι γύρω του, τον κάνουν να αισθάνεται ανεπαρκής, προβληματικός ή υποδεέστερος, από τη στιγμή που αδυνατεί να ασχοληθεί με τα «σοβαρά ζητήματα της κοινωνίας».
Όπως στην περίπτωση του φτωχού, έτσι και στην περίπτωση του μη ψηφοφόρου υπάρχει μία σαφής μεταφορά της ευθύνης από το κοινωνικό και πολιτικό σύστημα στα ίδια τα άτομα. Ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας πιστεύει ότι ο φτωχός είναι υπεύθυνος για την «κατάντια» του ενώ αυτός που απέχει από τις εκλογές, χαρακτηρίζεται ως «πολιτικά απαθής» επειδή ο ίδιος το έχει επιλέξει. Η κοινωνία αποδίδει τον χαρακτηρισμό τού «πολιτικά απαθή», με το ίδιο σκεπτικό που χαρακτηρίζει «κατάντια» την πορεία προς τη φτώχεια : με ελαφρά την καρδία.
Τα δύο-τρία τελευταία χρόνια, η πολιτική επέστρεψε στις ζωές των ανθρώπων μετά από μία απουσία τριάντα περίπου χρόνων. Ξαφνικά άρχισαν οι πάντες να έχουν γνώμη για όλα, όπως βέβαια, θα έπρεπε να έκαναν εδώ και πολλά χρόνια. Όμως, δεν ασχολούνται με την πολιτική και τους πολιτικούς επειδή είναι καθήκον τους ως «πολίτες» μιας «δημοκρατικής» κοινωνίας. Το κάνουν γιατί αναγκάστηκαν, από τη στιγμή που αισθάνθηκαν ότι τους αφαιρούν κυρίως, τα οικονομικά κεκτημένα τους. Έτσι σκέφτηκαν να τα ανακτήσουν μέσα από το δρόμο της πολιτικής. Μπέρδεψαν όμως την πολιτική με την μόδα.
Το να είναι κάποιος μέλος της κοινωνίας των ψηφοφόρων, σημαίνει ότι πιστεύει στο καθήκον του επίπονου αγώνα. Ο «επίπονος» αγώνας της κατανάλωσης, ταυτίζεται με τον πραγματικά επίπονο αγώνα της πολιτικής. Ο φόβος, να αποτύχεις να συμμορφωθείς με τον επίπονο αγώνα, έχει παραγκωνιστεί από τον φόβο της ανεπάρκειας. Στις μέρες μας είναι σημαντικό να μας ορίζουν οι γύρω μας, όχι μόνο ως «καταναλωτικά επαρκή» αλλά και ως «πολιτικά επαρκή», προκειμένου να μην μένουμε έξω από τη συζήτηση, εξαιτίας, τού ότι δεν γνωρίζουμε. Γνωρίζουμε όμως μόνο αυτά που μας ενδιαφέρουν προσωπικά : τι θα κάνει το Χ κόμμα με την φορολογία, αν τελικά θα διώξει τους μετανάστες ή αν τελικά θα ιδιωτικοποιήσει τη ΔΕΗ . Δεν μας νοιάζει τί έχει συμβεί σε άλλες χώρες που έγιναν ιδιωτικοποιήσεις, ποιος ευθύνεται για το ότι οι μετανάστες περνούν πρώτα από την Ελλάδα ή για ποιο λόγο οι εφοπλιστές δεν πληρώνουν φόρους. Είναι ίδιο ακριβώς σκεπτικό με την αγορά μιας μπλούζας Nike. Κοιτάζουμε μόνο αν μας αρέσει και δεν μας ενδιαφέρει αν αυτή τη μπλούζα την έφτιαξε στην Ταϋλάνδη ένα επτάχρονο κορίτσι με μισθό 0,50 λεπτά την ημέρα. Γνωρίζουμε την πολιτική όπως ακριβώς γνωρίζουμε και τη μόδα : πιο σχέδιο παντελονιού είναι τώρα must, ποιος τραγουδιστής βρίσκεται στην επικαιρότητα ή ποια ταινία πρέπει να δω για να είμαι in; Αν φορέσω καπελάκι με το κόκκινο αστέρι θα είμαι επαναστάτης ή μήπως αυτό είναι ξεπερασμένο και καλύτερα να βάλω μία μπλούζα με το σήμα των Ζαπατίστας; Ποιο από τα δύο θα με κάνει να αισθανθώ ότι βρίσκομαι πιο κοντά στην επανάσταση; Ένα δίλλημα που δεν σε αφήνει να κοιμηθείς.
Για το τέλος.
«Τα πράγματα αποκαλύπτονται στη συνείδηση μόνο μέσα από τη ματαίωση που προκαλούν» λέει ο Μπάουμαν. Εκείνη τη στιγμή δηλαδή που καταστρέφονται, που διασπόνται. Η προσοχή του ανθρώπου, δεν επικεντρώνεται στην διαδικασία και τον τρόπο επίτευξης των επιθυμητών οραμάτων, αλλά στο αποτέλεσμα. Όταν το αποτέλεσμα είναι η μη υλοποίηση της υπόσχεσης που δόθηκε προεκλογικά, τότε αποκαλύπτεται στη συνείδησή του, το ψέμα που του πούλησαν οι πολιτικοί. Οι τελευταίοι δεν κρίνονται πάντα ως ικανοποιητικοί και πολλές φορές το τίμημα που πληρώνουν οι οπαδοί τους είναι υπερβολικό ή απαράδεκτο.
Το πραγματικό νόημα της δημοκρατίας δεν βρίσκεται σε έτοιμες ή προκατασκευασμένες ιδεολογίες, αλλά στη συμμετοχή του γίγνεσθαι των ιδεών αυτών, πριν γίνουν ιδεολογίες. Όπως ακριβώς πρέπει να γνωρίζουμε πράγματα για το αντικείμενο που θέλουμε να αγοράσουμε , πριν γίνει προϊόν προς κατανάλωση. Η δημοκρατία είναι δημιουργία και η μαγεία της βρίσκεται στο ότι δεν είσαι ποτέ σίγουρος που θα καταλήξει, επειδή ακριβώς η δημοκρατία δεν «καταλήγει». Οι άνθρωποι αντίθετα, την αντιμετωπίζουν ως ένα καταναλωτικό προϊόν, προς άμεση χρήση, γρήγορη εκτόνωση και στιγμιαία ικανοποίηση. Ταυτόχρονα, όλα τα προηγούμενα, θέλουμε να τα έχουμε χωρίς καμία προσπάθεια, αλλά κυρίως χωρίς παρατεταμένη προσπάθεια. Αυτό ακριβώς εκμεταλλεύονται οι πωλητές, που υπόσχονται να αφαιρέσουν την αναμονή από την επιθυμία και την προσπάθεια από το αποτέλεσμα. Αυτό που πραγματικά χρειάζεται η δημοκρατία είναι η συμμετοχή και η διαπροσωπική συζήτηση. Δεν χρειάζεται την όμορφη συσκευασία που απαιτείται στις αγορές καταναλωτικών προϊόντων. Πρέπει αρχικά να αγνοήσουμε και κατόπιν να ακυρώσουμε τους διαφημιστές της πολιτικής, που χρησιμοποιούν όλα εκείνα τα δελεαστικά τεχνάσματα προκειμένου να προωθήσουν στην αγορά των ψηφοφόρων, τις προσωπικότητες και τις ιδέες των πολιτικών, που καμία σχέση δεν έχουν με την πραγματική δημοκρατία. Το σημαντικότερο όλων όμως, είναι ότι πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι η δημοκρατία δεν είναι πολίτευμα. Η δημοκρατία είναι είδος κοινωνίας και ως τέτοιο πρέπει να αντιμετωπίζεται.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου